γαυρώ

γαυρώ
γαυρῶ (-όω) (Α) [γαύρος]
1. καθιστώ κάποιον υπερήφανο
2. γαυροῡμαι
χαίρομαι, θριαμβολογώ, επαίρομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαύρῳ — γαύ̱ρῳ , γαῦρος exulting in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαύρωμα — το (Α) αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ* είναι μεταγενέστερο] …   Dictionary of Greek

  • επιγαυρώ — ἐπιγαυρῶ, όω (Α) [γαυρώ] 1. κάνω κάποιον υπερήφανο, αλαζονικό 2. παθ. υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”